ἀπροκαλύπτως

ἀπροκαλύπτως
ἀπροκάλυπτος
undisguised.
adverbial
ἀπροκάλυπτος
undisguised.
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταπροδίδω — και καταπροδίνω και καταπροδώνω (Α καταπροδίδωμι) 1. προδίδω απροκαλύπτως, διαπράττω φανερή προδοσία («καταπρόδωσε την πατρίδα του») 2. εγκαταλείπω κάποιον εντελώς στην τύχη του ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”